BREAKING

Απλά, υπέροχος…


Την περασμένη Δευτέρα, το βράδυ, βρέθηκα στο κέντρο. Ερημιά παντού. Πάρκαρα στην πρώτη αδειανή θέση που βρήκα μπροστά μου. Λίγα βήματα πιο κάτω, η στοά του βιβλίου γεμάτη με κόσμο. Στο ταμείο του "πρώτου υπογείου του Κουν", ουρά.

Τόσες παρέες, κυρίως νέων ανθρώπων, για ν’ αφουγκραστούν τον παραληρηματικό λόγο ενός γέρου και μοναχικού ηθοποιού, έγκλειστου από επιλογή σ’ ένα ...
υπόγειο.

Εννέα παρά δέκα κατέφθασαν οι δυο φίλοι που περίμενα και μισή ώρα αργότερα χαμήλωναν τα φώτα στο υπόγειο του “Τέχνης” και ο εκπληκτικά μεταμορφωμένος Γιώργος Κιμούλης πετούσε από πάνω του τα βρώμικα κλινοσκεπάσματα.

Θα το σημειώσω εξαρχής. Το “Απλά περίπλοκος” είναι ένα έργο που άξιζε στον Γιώργο Κιμούλη και ο Γιώργος Κιμούλης άξιζε να ερμηνεύσει έναν τέτοιο ρόλο. Κατά τη γνώμη μου θεωρώ ότι όπως η Αγγλία περηφανεύεται για τον Άντονι Χόπκινς (ασχέτως αν αυτός πήρε την αμερικανική υπηκοότητα το 2000) έτσι και η χώρα μας θα έπρεπε να περηφανεύεται για τον Γιώργο Κιμούλη. Αν δούλευε έξω, θα είχε την αναγνώριση του Χόπκινς. Ακόμα και όσοι τον θεωρούν μια “περίπλοκη περίπτωση” στο χώρο του ελληνικού θεάτρου, υποκλίνονται στο ταλέντο του.

Στο μονόλογο του Τόμας Μπέρνχαρντ έχει κάνει ο ίδιος ο Κιμούλης τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία. Η απόδοση του κειμένου στα ελληνικά είναι εξαιρετική. Είναι από τα καλύτερα κείμενα που έχω ακούσει στο θέατρο και απογοητεύτηκα πολύ όταν μετά το τέλος της παράστασης ξεφύλλισα το πρόγραμμα για να βρω το κείμενο, αλλά μάταια…

Ο Μπέρνχαρντ είναι μια περίπλοκη και ταυτόχρονα σπουδαία περίπτωση των γραμμάτων. Τα θεατρικά έργα του, όταν δεν χαίρουν σκηνικής παρουσίασης, διαβάζονται σαν φιλοσοφικοί στοχασμοί και τα πεζογραφήματά του μοιάζουν με δραματικούς εσωτερικούς μονολόγους. Η φίλη που καθόταν δίπλα μου, μετά το πρώτο δεκάλεπτο, άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε μολύβι και χαρτί και σημείωνε όσες φράσεις προλάβαινε. Πού να φτάσει όμως ένα φύλλο λευκό χαρτί στο σκοτάδι, με τόσες σπαραχτικές αλήθειες να σου βαράνε απανωτές γροθιές στο στομάχι; Πόσο εύκολο είναι να μιλάς για την ανελέητη φθορά του χρόνου, για τον επικείμενο θάνατο που βιώνεις σε όλα τα επίπεδα –πνευματικό, ψυχικό, ηθικό- κι όλα αυτά να τα λες με αυτοσαρκασμό και χιούμορ;

Ο Κιμούλης με ευφυΐα και δημιουργική σκηνική αντίληψη έφτιαξε τον χώρο και το σύμπαν του Μπέρνχαρντ. Το δωμάτιο που κινείται ο ήρωάς του λειτουργεί ως αντικατοπτρισμός του νοητικού χώρου. Τα λιγοστά διακοσμητικά αντικείμενα, ο καθρέφτης στην κολόνα, ακόμα κι εκείνο το σφυρί με το οποίο προσπαθεί να καρφώσει το σανίδι απ’ όπου βγαίνουν τα ποντίκια, επαναποκτούν μια άλλη διάσταση και δίνουν στον χώρο την εικόνα ενός ιδιότυπου μαυσωλείου. Η αυστηρότητα του χώρου αγγίζει τα όρια της πνευματικότητας. “Οι τοίχοι έχουν ζωή. Οι σελίδες είναι σαν τοίχοι. Και αυτό είναι αρκετό, φτάνει μόνο να τις κοιτάξεις με προσοχή. Όταν παρατηρείς έναν λευκό τοίχο, συνειδητοποιείς πως δεν είναι λευκός ούτε γυμνός. (...) Σε έναν τοίχο ανακαλύπτεις ρωγμές, μικρά σκασίματα, ανωμαλίες, ζωύφια” σημειώνει ο συγγραφέας στην “Αυτοβιογραφία” του. Αυτήν ακριβώς την κοσμοθεώρηση και τη βιωματική αντίληψη του συγγραφέα, μετέφερε με απόλυτη πιστότητα ο ηθοποιός και σκηνοθέτης στον μονόλογό του. Αν και τα δομικά στοιχεία της “ανοιχτής” σκηνής του Θεάτρου Τέχνης δε βοηθούν πάντα το κλειστό, ασφυχτικό και αυστηρά προδιαγεγραμμένο πλαίσιο που κινείται ο ήρωας. Ακόμα όμως και αυτό το εμπόδιο της σκηνής, το ξεπερνά ο Γιώργος Κιμούλης με την ποιότητα της υποκριτικής του τέχνης. Βαθιά ανθρώπινος, κυνικός, αυτοσαρκαστικός. Λόγος σαν ψίθυρος, βραχνός, ασθμαίνων. Βήμα αργό, παραιτημένο, που κουτσαίνει και μετεωρίζεται ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή. Γιατί, ακόμα και μέσα σ’ αυτό το υπόγειο υπάρχει το ίδιο το μεγαλείο της ζωής. Το τρυφερό κοριτσίστικο πρόσωπο νικάει κατά κράτος την παρακμή και την παραίτηση.

Ο Κιμούλης σκηνοθετεί το έργο σε πραγματικό χρόνο. Όλα είναι χρονομετρημένα με ακρίβεια και όλα συμβαίνουν μπροστά σου τώρα. Δε γενιέται καμιά αμφιβολία στον θεατή, ο ήρωας του Μπέρνχαρντ είναι αυτός, είσαι εσύ που παίρνεις τη θέση του και βλέπεις τον εαυτό σου εγκλωβισμένο στην ανυπαρξία. Η κλιμακούμενη ένταση και το επερχόμενο τέλος -ποιο τέλος άραγε;- αποδίδεται υποδόρια και με απόλυτα φυσικό τρόπο.

Όταν άναψαν τα φώτα, σκέφτηκα πως αυτή η παράσταση είναι ένα μάθημα, που αξίζει να πάρουν αρκετοί από μας, ενάντια στην ανοησία και στη ματαιοδοξία. Όταν δε ανέβαινα τα τελευταία σκαλιά, ήμουν χαρούμενος γιατί με αυτό το έργο και με αυτό τον δημιουργό –έστω και για τις λιγοστές παραστάσεις που έχουν προαναγγελθεί- το “Τέχνης” ξαναβρίσκει τον προορισμό του.

Μπες στη παρεα μας

 
Copyright © 2013 Hellas On Line
Design by FBTemplates | BTT